1.1 Περὶ πολλοῦ ἂν ποιησαίμην1 , ὦ ἄνδρες, τὸ2 τοιούτους3 ὑμᾶς ἐμοὶ δικαστὰς περὶ τούτου τοῦ πράγματος γενέσθαι4, οἷοίπερ ἂν5 ὑμῖν αὐτοῖς6 εἴητε τοιαῦτα πεπονθότες·
Footnotes
-
Περὶ πολλοῦ ἂν ποιησαίμην. (a) περὶ πολλοῦ ποιοῦμαι: ‘estimar mucho’. (b) περὶ πλείονος ποιοῦμαι: ‘estimar más’. (c) περὶ πλείστου ποιοῦμαι: ‘estimar muchísimo/más que nada/ninguna otra cosa’. ↩
-
τὸ […] γενέσθαι: completiva de infinitivo encabezada por el artículo neutro: ‘el hecho (τό) de que seáis (γενέσθαι)’. ↩
-
τοιούτους […] οἷοίπερ: ‘tales cuales’. ↩
-
γίγνομαι: ἐ-γεν-ό-μην: γενέσθαι: λύ-ε-σθαι ↩
-
ἂν […] εἴητε: optativo + ἄν = potencial: ‘seríais’. ↩
-
ὑμῖν αὐτοῖς: ‘vosotros mismos’: reflexivo. ↩